aliformiĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aliformiĝo | aliformiĝoj |
αιτιατική | aliformiĝon | aliformiĝojn |
aliformiĝo (eo)
- μετατροπή (που υφίσταται κάποιος)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- aliformigho στο H-sistemo
- aliformigxo στο X-sistemo