allongé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: allonge

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό allongé allongés
θηλυκό allongée allongées

Επίθετο[επεξεργασία]

allongé (fr)

  1. επιμήκης
  2. (για καφέ) στον οποίο έχει προστεθεί λίγο νερό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη allonger