allow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | allow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | allows |
αόριστος | allowed |
παθητική μετοχή | allowed |
ενεργητική μετοχή | allowing |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
allow (en)