almozuleco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- almozuleco < almozul(o) + eco
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /al.mo.zuˈle.t͡so/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | almozuleco | almozulecoj |
αιτιατική | almozulecon | almozulecojn |
almozuleco (eo)
- η ζητιανιά