alno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alno | alnoj |
αιτιατική | alnon | alnojn |
alno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | alno | alnoj |
αιτιατική | alnon | alnojn |
alno (eo)