already
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
already (en) (χωρίς παραθετικά)
- ήδη, κιόλας, πια, πριν από τώρα ή πριν από μια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν
- ↪ I already sent you the message.
- Σου έστειλα ήδη το μήνυμα.
- ↪ The same thing has happened twice already.
- Το ίδιο πράγμα έχει συμβεί δυο φορές ήδη.
- ↪ You are not allowed to act like a child, you are already a man.
- Δεν επιτρέπεται να παιδιαρίζεις, είσαι κιόλας άνδρας.
- ↪ The extensive damage of the environment is already reality.
- Η εκτεταμένη καταστροφή του περιβάλλοντος είναι πια μια πραγματικότητα.
- ↪ March has come, it’s spring already!
- Έχει έρθει ο Μάρτιος, είναι άνοιξη πια!
- ↪ I already sent you the message.
- ήδη, κιόλας, χρησιμοποιείται για να εκφράσει την έκπληξη ότι κάτι συνέβη τόσο σύντομα ή τόσο νωρίς
- ↪ Have you not finished yet? It’s noon already.
- Ακόμα δεν τέλειωσες; Μεσημέριασε ήδη.
- ↪ Did you finish already?
- Τελείωσες κιόλας;
- ↪ Have you not finished yet? It’s noon already.