already

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

already (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ήδη, κιόλας, πια, πριν από τώρα ή πριν από μια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν
    I already sent you the message.
    Σου έστειλα ήδη το μήνυμα.
    The same thing has happened twice already.
    Το ίδιο πράγμα έχει συμβεί δυο φορές ήδη.
    You are not allowed to act like a child, you are already a man.
    Δεν επιτρέπεται να παιδιαρίζεις, είσαι κιόλας άνδρας.
    The extensive damage of the environment is already reality.
    Η εκτεταμένη καταστροφή του περιβάλλοντος είναι πια μια πραγματικότητα.
    March has come, it’s spring already!
    Έχει έρθει ο Μάρτιος, είναι άνοιξη πια!
  2. ήδη, κιόλας, χρησιμοποιείται για να εκφράσει την έκπληξη ότι κάτι συνέβη τόσο σύντομα ή τόσο νωρίς
    Have you not finished yet? It’s noon already.
    Ακόμα δεν τέλειωσες; Μεσημέριασε ήδη.
    Did you finish already?
    Τελείωσες κιόλας;

Πηγές[επεξεργασία]