als

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

als (de)

  • από
    Ich habe mehr Angst als du - έχω περισσότερο άγχος από εσένα
    Ich verdiene mehr als du - βγάζω περισσότερα χρηματα από εσένα
  • ως, σαν
    Als Ersatz gebe ich dir einen neuen Apparat
    ως' (για) αντικατάσταση, σου δίνω μια νέα συσκευή
  • όταν



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

als < a + les

Άρθρο[επεξεργασία]

als (ca)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

als (nl)