also

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

also (en) (χωρίς παραθετικά)

  • επίσης, επιπλέον, και, κι εγώ
    I will buy this also.
    Θα αγοράσω επίσης κι αυτό.
    I don’t like it; also, it is very expensive.
    Δε μ’αρέσει, επιπλέον είναι πολύ ακριβό.
    but we can also say - αλλά μπορούμε και να πούμε
    Did you also hear that sound?
    Άκουσες κι εσύ αυτόν τον ήχο;
     συνώνυμα: too, → δείτε τη λέξη additionally

Πηγές[επεξεργασία]