although

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

although (en)

  • αν και, παρόλο, μολονότι, χρησιμοποιείται για την εισαγωγή μιας πρότασης όπου η πρόταση φαίνεται εκπληκτική
    Although he had children, he was left alone in the end.
    Αν και είχε παιδιά, έμεινε στο τέλος μόνος.
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο even though

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]