amabil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amabil < (άμεσο δάνειο) γαλλική aimable
Επίθετο[επεξεργασία]
amabil (ro)
Επίρρημα[επεξεργασία]
amabil (ro)
amabil (ro)
amabil (ro)