amaigrir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
amaigrir (fr)
- (μεταβατικό) λεπταίνω
- (στη γεωργία) εξαντλώ έναν αγρό με την εντατική καλλιέργεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη maigre