amaigrir

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

amaigrir (fr)

  1. (μεταβατικό) λεπταίνω
  2. (στη γεωργία) εξαντλώ έναν αγρό με την εντατική καλλιέργεια

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη maigre