amande

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amande < δημώδης λατινική °amandula < amygdala

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.mɑ̃d/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
amande amandes

amande (fr) θηλυκό

  1. (τρόφιμο) το αμύγδαλο
  2. (αρχιτεκτονική) κάδρο σε σχήμα έλλειψης γύρω από την παράσταση του Χριστού, κυρίως σε τύμπανα ρομανικών εκκλησιών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη amanter