amaryllis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
amaryllis | amaryllis |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amaryllis (fr) θηλυκό
- (φυτό) η αμαρυλλίδα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
amaryllis | amaryllis |
amaryllis (fr) θηλυκό