ambulance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ambulance | ambulances |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ambulance (en)
- (μέσο μεταφορών) το ασθενοφόρο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ambulance (fr)
- το ασθενοφόρο