amiko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amiko | amikoj |
αιτιατική | amikon | amikojn |
amiko (eo)
- ο φίλος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | amiko | amikoj |
αιτιατική | amikon | amikojn |
amiko (eo)