amo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amo < am- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική amo amoj
αιτιατική amon amojn

amo (eo)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]



Ίντο (io)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amo < εσπεράντο amo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

amo (io)



Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *am-a- / *am- (μητέρα) ή *h₂emh₃- (δράττομαι, πιάνω, αρπάζω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.moː/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

amo (la) (ămo1-amāvi-amātum-amāre)

  1. αγαπώ
    Η πρώτη φράση του βιβλίου μας των Λατινικών ήταν «regina rosas amat».
  2. υποχρεώνομαι
  3. απολαμβάνω, μου αρέσει

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]