amoncellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
amoncellement | amoncellements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amoncellement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
amoncellement | amoncellements |
amoncellement (fr) αρσενικό