ampleksa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ampleksa | ampleksaj |
αιτιατική | ampleksan | ampleksajn |
ampleksa (eo)
- legu pli ampleksa artikolo en... - διαβάστε (ένα) πιο εκτεταμένο άρθρο στο...