amulet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amulet (en)
- το φυλαχτό
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
amulet (pl) < λατινική amuletum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amulet (pl) αρσενικό
- το φυλαχτό
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amulet (cs) αρσενικό
- το φυλαχτό