amuziĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amuziĝi < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα amuziĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας amuziĝas amuziĝanta amuziĝata
αόριστος amuziĝis amuziĝinta amuziĝita
μέλλοντας amuziĝos amuziĝonta amuziĝota
υποθετική amuziĝus - -
προστακτική amuziĝu - -

amuziĝi (eo)