anamorphose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anamorphose | anamorphoses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anamorphose (fr) θηλυκό
- η αναμόρφωση ενός σχεδίου, εικόνας, κ.λπ.
ενικός | πληθυντικός |
anamorphose | anamorphoses |
anamorphose (fr) θηλυκό