anaphorique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.fɔ.ʁik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anaphorique | anaphoriques |
anaphorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
anaphorique | anaphoriques |
anaphorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό