anatomist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- anatomist < anatomy
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anatomist (en)
- ανατόμος (επιστήμονας ειδικευμένος στην ανατομία)
anatomist (en)