anatomiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anatomiste | anatomistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anatomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
anatomiste | anatomistes |
anatomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό