ancrage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ancrage ancrages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ancrage (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]