androgino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- androgino < λατινική androgynus
Επίθετο[επεξεργασία]
androgino (it)
- (βιολογία) συνώνυμο του ερμαφρόδιτου
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
androgino | androgini |
androgino (it)