anecdote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anecdote | anecdotes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anecdote (en)
- το ανέκδοτο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anecdote | anecdotes |
anecdote (fr) θηλυκό
- το ανέκδοτο