anice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
anice | anici |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- anice < λατινική anisum < αρχαία ελληνική ἄνισον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.ni.t͡ʃe/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anice (it) αρσενικό
- (μπαχαρικό) γλυκάνισος
- (ποτό) λικέρ που φτιάχνεται από γλυκάνισο
Πηγές[επεξεργασία]
- anice - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).