anihilacja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική anihilacja anihilacje
γενική anihilacji anihilacji(/anihilacyj)
δοτική anihilacji anihilacjom
αιτιατική anihilac anihilacje
οργανική anihilac anihilacjami
τοπική anihilacji anihilacjach
κλητική anihilacjo anihilacje


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

anihilacja (pl) θηλυκό