annales

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

annales (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  1. αρχεία
  2. παλιά θέματα εξετάσεων