annuel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | annuel | annuels |
θηλυκό | annuelle | annuelles |
annuel (fr) αρσενικό
- ετήσιος
- Le salaire annuel. - Ο ετήσιος μισθός.