antaŭvidite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
antaŭvidite (eo)
- έχοντας προβλέψει
- kiel antaŭvidite..., όπως το είχαμε προβλέψει...
antaŭvidite (eo)