apanage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
apanage | apanages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
apanage (fr) αρσενικό
- τμήμα των βασιλικών γαιών που δινόταν στους δευτερότοκους γιους της Γαλλίας προς αποζημίωση επειδή δεν μπορούσαν να γίνουν βασιλιάδες
- αυτό που είναι οικείο σε κάποιον ή κάτι, η αποκλειστικότητα, το προνόμιο
- ≈ συνώνυμα: bien, caractéristique, exclusivité, lot, privilège, propre