aphélie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aphélie | aphélies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aphélie (fr) αρσενικό
- (αστρονομία) το αφήλιο
ενικός | πληθυντικός |
aphélie | aphélies |
aphélie (fr) αρσενικό