apicultor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
apicultor (ro) αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του apicultor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un apicultor | apicultorul | nişte apicultori | apicultorii |
γενική | a unui apicultor | apicultorului | a unor apicultori | apicultorilor |
δοτική | unui apicultor | apicultorului | unor apicultori | apicultorilor |
αιτιατική | un apicultor | apicultorul | nişte apicultori | apicultorii |
κλητική | — | - | — | - |