apogée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
apogée | apogées |
apogée (fr) αρσενικό
- το απόγειο, το αποκορύφωμα
ενικός | πληθυντικός |
apogée | apogées |
apogée (fr) αρσενικό