apologize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | apologize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | apologizes |
αόριστος | apologized |
παθητική μετοχή | apologized |
ενεργητική μετοχή | apologizing |
Ρήμα[επεξεργασία]
apologize (en) (αμερικανική γραφή) και apologise (βρετανική γραφή)
- ζητώ συγγνώμη αναγνωρίζοντας το λάθος μου, απολογούμαι
- ↪ The least that you can do is apologize.
- Το λιγότερο που μπορείς να κάνεις είναι να ζητήσεις συγνώμη.
- ↪ He apologized to her for being late.
- Της ζήτησε συγγνώμη που άργησε.
- ↪ He apologized for his absence saying that…
- Απολογήθηκε για την απουσία του λέγοντας ότι…
- ↪ The least that you can do is apologize.