appearance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
appearance | appearances |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
appearance (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εμφάνιση, η όψη, ο τρόπος που κάποιος ή κάτι φαίνεται εξωτερικά, αυτό που φαίνεται να είναι κάποιος ή κάτι
- ↪ a man with an unhealthy appearance - άνθρωπος με αρρωστιάρικη εμφάνιση
- ↪ I judge something by its appearance.
- Κρίνω κάτι από την εμφάνιση.
- ↪ We have to change the appearance of this garden.
- Πρέπει να αλλάξουμε την εμφάνιση του κήπου.
- ↪ He has a sickly appearance.
- Έχει αρρωστιάρικη όψη.
- ↪ I have a new appearance.
- Έχω νέα όψη.
- ≈ συνώνυμα: aspect και look
- (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό) η εμφάνιση, η στιγμή που κάτι αρχίζει να υπάρχει ή αρχίζει να φαίνεται ή να χρησιμοποιείται
- (μετρήσιμο) η εμφάνιση, η παράσταση, η πράξη της δημόσιας εμφάνισης, ιδίως ως ερμηνευτής, πολιτικού κτλ., ή στο δικαστήριο
Πηγές[επεξεργασία]
- appearance - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 287, 639, 663. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμφάνιση, όψη, παράσταση