aqueduct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aqueduct | aqueducts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aqueduct (en)
- το υδραγωγείο, ο αγωγός νερού, κτίσμα για τη μεταφορά νερού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- aqueduct στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- aqueduct - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 9. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγωγός