arĉo
(Ανακατεύθυνση από archo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arĉo | arĉoj |
αιτιατική | arĉon | arĉojn |
arĉo (eo)
- το δοξάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arĉo | arĉoj |
αιτιατική | arĉon | arĉojn |
arĉo (eo)