argutie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
argutie | arguties |
argutie (fr) θηλυκό
- η σχολαστική λεπτολογία
ενικός | πληθυντικός |
argutie | arguties |
argutie (fr) θηλυκό