armure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- armure < παλαιά γαλλική armure
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
armure | armures |
armure (fr) θηλυκό
- η πανοπλία
- (μουσική) ο οπλισμός στην αρχή ενός πεντάγραμμου