arrachement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
arrachement arrachements

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

arrachement (fr) αρσενικό

  1. ξερίζωμα
  2. (μεταφορικά) έντονος ψυχικός πόνος που οφείλεται σε έναν χωρισμό ή μια θυσία

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη arracher