arrangeant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | arrangeant | arrangeants |
θηλυκό | arrangeante | arrangeantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
arrangeant (fr)
- που προσπαθεί να λύσει οποιαδήποτε δυσκολία παρουσιάζεται