arrière-faix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arrière-faix | arrière-faix |
arrière-faix (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο πλακούντας όταν βγαίνει από τη μήτρα μετά το έμβρυο