arrogance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arrogance (en) θηλυκό
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- arrogance < λατινική arrogantia
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arrogance | arrogances |
arrogance (fr) θηλυκό