arrumadeira
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arrumadeira | arrumadeiras |
arrumadeira (pt) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
arrumadeira | arrumadeiras |
arrumadeira (pt) θηλυκό