arthrite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
arthrite arthrites

Ετυμολογία [επεξεργασία]

arthrite < δημώδης λατινική arthritis < αρχαία ελληνική ἀρθρῖτις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aʁ.tʁit/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

arthrite (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]