arthrite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arthrite | arthrites |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- arthrite < δημώδης λατινική arthritis < αρχαία ελληνική ἀρθρῖτις
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arthrite (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- arthrite - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- arthrite - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online