asperorum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
asperorum (la)
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του asper
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (asperum) του asper