asphaltage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- asphaltage < asphalter
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.sfal.taʒ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
asphaltage | asphaltages |
asphaltage (fr) αρσενικό